- κοπρανολογικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπρανολογία2. φρ. «κοπρανολογική εξέταση» — εξέταση τών κοπράνων για διαγνωστικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprologic < copro- (πρβλ. κόπρος), που αποδίδεται ως κοπρανο- (< κόπρανο), + -logic (πρβλ. -λογικός < -λόγος < λόγος)].
Dictionary of Greek. 2013.